- γουρλώνω
- γούρλωσα, γουρλωμένος, τεντώνω και ανοίγω υπερβολικά τα μάτια από θαυμασμό, φόβο κτλ.: Γούρλωσε τα μάτια της βλέποντας ένα ποντίκι στην κουζίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.